macacos

  • n."Δυναμική" λεμούριος
  • WebΚΑΚΟΣ
n.
1.
κερκοπίθηκος, ειδικά ένα που ανήκουν σε είδη που το αρσενικό είναι μαύρο και το θηλυκό καφέ.
Νότια Αμερική >> Βραζιλία >> Macacos
South America >> Brazil >> Macacos