loughs

Προφορά της λέξης:  US [lɔx] UK [lɒk]
  • n.Λίμνη, Ralph? Κόλπο
  • WebΙρλανδία Ελληνικά λίμνη Loch? Λιμάνι
n.
1.
μια μακρά στόμιο εισόδου της θάλασσας
2.
μια λίμνη, ή μια στενή ζώνη της θάλασσας σχεδόν εντελώς περιβάλλεται από γη