logarithms

Προφορά της λέξης:  US [ˈlɔɡəˌrɪðəm] UK [ˈlɒɡərɪð(ə)m]
  • n."Αρκετές" λογάριθμος
  • WebΦυσικό λογάριθμο? Ο αριθμός? Λογαριθμικές συναρτήσεις
n.
1.
στα μαθηματικά, ο αριθμός των φορών που ένας αριθμός πολλαπλασιάζεται με ίδια προκειμένου να παραχθεί ένα συγκεκριμένο αριθμό