localise

Προφορά της λέξης:  US [ˈloʊk(ə)lˌaɪz] UK [ˈləʊkəlaɪz]
  • v.Περιορισμένη (σε ορισμένες περιοχές)? εντοπισμένη; για να μάθετε... Ιστοσελίδες που βρέθηκαν... Τοποθεσία
  • WebΕντοπισμένη και το επικεντρώθηκε? μεταφράσετε
v.
1.
να ανακαλύψετε ακριβώς όπου κάτι είναι
2.
για να περιορίσετε το μέγεθος μιας περιοχής που επηρεάζει κάτι και για την πρόληψη της διαδόσεώς μακρύτερα