limbi

  • n.Σαφείς ακμές (μεγάλο χρώμα)
n.
1.
άκρη του διάφορα όργανα ή τα μέρη του σώματος, π. χ. η περιοχή στο βολβό του ματιού όπου συναντιούνται στον κερατοειδή και το σκληρό χιτώνα