likelihood

Προφορά της λέξης:  US [ˈlaɪkliˌhʊd] UK [ˈlaɪklihʊd]
  • n.Η δυνατότητα
  • WebΠιθανότητα? Η πιθανότητα της? Τα πράγματα που μπορεί να προκύψουν
n.
1.
η πιθανότητα ότι κάτι μπορεί να συμβεί