carried

Προφορά της λέξης:  US ['kærɪd] UK ['kærɪd]
  • v.Μεταφορά??? για την εκτέλεση
  • adj.Σε εξέλιξη; μεταφερόμενα έκσταση
  • WebΑφαίρεση σε εξέλιξη;
v.
1.
Το παρελθόν τεταμένη και ξεβοτανίζω, μεταφορά