lengthens

Προφορά της λέξης:  US [ˈleŋθən] UK [ˈleŋθ(ə)n]
  • v.Παραταθεί- Μεταβλητό μήκος? Παράταση? Μετατροπή
  • WebΕπιμήκυνση? Ευθείες γραμμές που σύρονται? Επεκταθεί
v.
1.
να γίνουν περισσότερο, ή να κάνει κάτι περισσότερο