largess

Προφορά της λέξης:  UK [lɑ:'dʒes]
  • n.«Απλοχεριά» του ενικού? γενναιόδωρα ανταμοιβή [βοήθεια]? ανταμοιβή? φύση
  • WebΔώρα? δωρεάν? δώρο
n.
1.
Η μοναδική από απλοχεριά
na.
1.
Η παραλλαγή της απλοχεριά