laminates

Προφορά της λέξης:  US [ˈlæmɪˌneɪt] UK ['læmɪnət]
  • n.Φύλλο πλαστικού? Φύλλο προϊόντα
  • v.(Μέταλλο) που κυλιούνται σε λεπτό φύλλο? [] Σε λεπτές φέτες? Σκεπάζουμε με ένα φύλλο
  • adj.«Από συγκολλημένα φύλλα»
  • WebΦύλλο πλαστικού? Φύλλα πλαστικού? Σύνθετους πίνακες
n.
1.
μια ουσία που αποτελείται από αρκετές λεπτές στρώσεις από ξύλο, πλαστικό, γυαλί, κ.λπ.
adj.
1.
Ίδιο με απανωτές στρώσεις
  • Metal laminates..are constructed..of..layers.
    Πηγή: Scientific American
  • He..makes for the buffet car, already, in his head, tapping coins on laminate.
    Πηγή: K. Waterhouse