labourer

Προφορά της λέξης:  US ['leɪbərər] UK ['leɪbərə(r)]
  • n.Εργάτρια
  • WebΠου παιδικής εργασίας χειρώνακτες εργαζόμενοι
n.
1.
κάποιος που εργάζεται σε μια δουλειά που απαιτεί σωματική δύναμη και την αντοχή
2.
κάποιος του οποίου συνεπάγεται την σκληρή σωματική εργασία, παραδείγματος χάριν οικοδομικές εργασίες