- n.Εργάτρια
- WebΠου παιδικής εργασίας χειρώνακτες εργαζόμενοι
n. | 1. κάποιος που εργάζεται σε μια δουλειά που απαιτεί σωματική δύναμη και την αντοχή2. κάποιος του οποίου συνεπάγεται την σκληρή σωματική εργασία, παραδείγματος χάριν οικοδομικές εργασίες |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: labourer
rubeolar -
Βασίζεται σε labourer, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
d - burladero
s - labourers
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το labourer, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με labourer, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν labourer ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με labourer
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : la lab labour labourer a ab abo b bo bou our ur ure r re rer e er r
- Βασίζεται σε labourer, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: la ab bo ou ur re er
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με labourer από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με labourer :
labourer -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν labourer :
labourer -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με labourer :
labourer