kitten

Προφορά της λέξης:  US [ˈkɪt(ə)n] UK ['kɪtn]
  • n.Γάτες μικρά θηλαστικά αγοροκόριτσο? κουνέλι
  • v.(Γάτες) (Αμπερντίν)
  • WebΓατάκια, μικρά ζώα? Ομάδα γατούλα
n.
1.
Οι νέοι της γάτας
v.
1.
να γεννήσει νεαρές γάτες
n.
1.
the young of a cat 
v.