journeyman

Προφορά της λέξης:  US [ˈdʒɜrnimən] UK [ˈdʒɜː(r)nimən]
  • n.Μαθητείας μαθητείας· Ειδικευμένους εργαζόμενους· Ο έμπειρος
  • WebΤαξιδιώτης του χρόνου? Ειδικευμένους εργαζόμενους· Ειδικευμένος εργάτης κατηγορία
n.
1.
ο εργαζόμενος που έχει μάθει μια δεξιότητα και εργάζεται για μια επιχείρηση που ανήκει σε κάποιον άλλο
2.
ενός έμπειρου εργαζόμενου, του οποίου η εργασία είναι καλή αλλά όχι άριστη