jointly

Προφορά της λέξης:  US [ˈdʒɔɪntlɪ] UK [dʒɔɪntlɪ]
  • adv.Κοινή
  • WebΚαι το κοινό? κοινή
adv.
1.
σε συνδυασμό με, ή σε συνεργασία με, ενός ατόμου ή οργανισμού