Για ορισμό του inveterate, παρακαλώ επισκεφθείτε εδώ.
bred-in-the-bone confirmed deep deep-rooted deep-seated entrenched intrenched hard-core rooted settled
- Medicines against an old inueterate cough.
Πηγή: H. Lyte
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: inveterate
-
Βασίζεται σε inveterate, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
p - penetrative
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το inveterate, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με inveterate, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν inveterate ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με inveterate
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : in v ve vet e et t e er era r rat rate a at ate t e
- Βασίζεται σε inveterate, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: in nv ve et te er ra at te
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με inveterate από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με inveterate :
inveterate inveterately -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν inveterate :
inveterate inveterately -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με inveterate :
inveterate