intoxicants

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈtɑksɪkənts] UK [ɪnˈtɒksɪkənts]
  • n.Ναρκωτικών? Αλκοολούχα ποτά
  • adj.Κάνει μεθυσμένος
  • WebΝαρκωτικών ουσιών
n.
1.
κάτι που προκαλεί σωματική ή ψυχολογική δηλητηρίαση, π. χ. ένα αλκοολούχο ποτό ή μεγάλη δύναμη
adj.
1.
σε θέση να πραγματοποιήσει κάποιος μεθυσμένος