- n.Ναρκωτικών? Αλκοολούχα ποτά
- adj.Κάνει μεθυσμένος
- WebΝαρκωτικών ουσιών
n. | 1. κάτι που προκαλεί σωματική ή ψυχολογική δηλητηρίαση, π. χ. ένα αλκοολούχο ποτό ή μεγάλη δύναμη |
adj. | 1. σε θέση να πραγματοποιήσει κάποιος μεθυσμένος |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: intoxicants
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το intoxicants, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με intoxicants, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν intoxicants ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με intoxicants
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : in into t to toxic toxicant ox oxi xi ic ica can cant cants a an ant ants t s
- Βασίζεται σε intoxicants, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: in nt to ox xi ic ca an nt ts
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με intoxicants από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με intoxicants :
intoxicants -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν intoxicants :
intoxicants nonintoxicants -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με intoxicants :
intoxicants nonintoxicants