interruptions

Προφορά της λέξης:  US [ˌɪntəˈrʌpʃən] UK [.ɪntə'rʌpʃən]
  • n.Διακοπή? Διακοπούν. Διακοπές? Σταμάτα
  • WebΕμποδίζουν? Διακόψει αριθμό· Μια λέξη
break in chime in chip in cut in interpose intrude
n.
1.
κάτι που κάποιος λέει ή κάνει που κάποιος άλλος σταματά όταν μιλώντας ή επικέντρωση σε κάτι
2.
η πράξη της διακοπή κάτι για ένα χρονικό διάστημα
3.
μια στιγμή κατά την οποία κάτι διακόπτει μια διαδικασία ή δραστηριότητα