- n.Διακοπή? Διακοπούν. Διακοπές? Σταμάτα
- WebΕμποδίζουν? Διακόψει αριθμό· Μια λέξη
n. | 1. κάτι που κάποιος λέει ή κάνει που κάποιος άλλος σταματά όταν μιλώντας ή επικέντρωση σε κάτι2. η πράξη της διακοπή κάτι για ένα χρονικό διάστημα3. μια στιγμή κατά την οποία κάτι διακόπτει μια διαδικασία ή δραστηριότητα |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: interruptions
-
Βασίζεται σε interruptions, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
u - supernutrition
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το interruptions, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με interruptions, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν interruptions ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με interruptions
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : in inter t e er err r r up p t ti io ion ions on ons s
- Βασίζεται σε interruptions, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: in nt te er rr ru up pt ti io on ns
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με interruptions από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με interruptions :
interruptions -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν interruptions :
interruptions -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με interruptions :
interruptions