- n.Επικοινωνία
- WebΑνταλλαγή? Ανακοίνωση? Σεξουαλική επαφή
n. | 1. σεξουαλική επαφή2. επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων ή δραστηριότητες που οι άνθρωποι κάνουν μαζί |
- An increasing freedom of trade and intercourse within a state makes for an increasing participation in the common life of mankind.
Πηγή: W. Lippmann
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: intercourse
-
Βασίζεται σε intercourse, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
c - countercries
d - reintroduces
f - counterfires
r - resurrection
s - intercourses
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το intercourse, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με intercourse, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν intercourse ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με intercourse
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : in inter t e er r cou cour cours course our ours ur r s se e
- Βασίζεται σε intercourse, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: in nt te er rc co ou ur rs se
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με intercourse από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με intercourse :
intercourse -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν intercourse :
intercourse -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με intercourse :
intercourse