interconnect

Προφορά της λέξης:  US [ˌɪntərkəˈnekt] UK [ˌɪntə(r)kəˈnekt]
  • v.(Αιτία να) τον άλλον? Συνδεδεμένα μεταξύ τους
  • WebΔιασύνδεση? Διασύνδεση? Συνδεδεμένα μεταξύ τους
v.
1.
να προστεθεί στο κάτι άλλο ή αριθμό Συνεκδικασθείσες πράγματα, ή να κάνουν κάτι μέρος του ένα τέτοιο δίκτυο
2.
να εμφανίζεται η σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερα πράγματα ή να σχετίζεται
3.
για τη σύνδεση δύο πράγματα να ή με το άλλο, ή να συνδεθούν σε ή με το άλλο