insurmountable

Προφορά της λέξης:  US [ˌɪnsərˈmaʊntəb(ə)l] UK [ˌɪnsə(r)ˈmaʊntəb(ə)l]
  • adj.Ανίκανος να ξεπεραστούν? Δύσκολο να επιλυθεί? Ανυπέρβλητο
  • WebΔεν μπορούν να ξεπεραστούν? Ανυπέρβλητο έργο. Δύσκολο να ξεπεραστεί
adj.
1.
αδύνατο να αντιμετωπίσουν με επιτυχία