insufficient

Προφορά της λέξης:  US [ˌɪnsəˈfɪʃ(ə)nt] UK [.ɪnsə'fɪʃ(ə)nt]
  • adj.Ανεπαρκής· Ανεπαρκής, Δεν έχει σημασία
  • WebΟι σχετικές αρµόδιες αρχές Δεν είναι αρκετό? Δεν αρκεί