deficient

Προφορά της λέξης:  US [dɪˈfɪʃ(ə)nt] UK [dɪ'fɪʃ(ə)nt]
  • adj.Λείπει? Λείπει? Ανεπαρκής, Εσφαλμένη
  • n.Ατελή άτομα]
  • WebΑνεπάρκεια? Άδειο
adj.
1.
λείπει το σωστό ποσό κάτι
2.
δεν είναι αρκετά καλό