- n.Θεσμοθετημένη (διακυβέρνηση)
- WebΘεσμοθετημένη? Σχηματίστηκε? Παραγγελία
- The Spaniards..had institutionalised torture under the guise of the Inquisition.
Πηγή: C. Francis - A marvellous satirist..who had sold out to institutionalized religion.
Πηγή: M. Seymour
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: institutionalization
-
Βασίζεται σε institutionalization, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - institutionalizations
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το institutionalization, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με institutionalization, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν institutionalization ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με institutionalization
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : in ins s st sti t ti tit it itu t tu tut ut t ti io ion iona on na a al li iza za a at t ti io ion on
- Βασίζεται σε institutionalization, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: in ns st ti it tu ut ti io on na al li iz za at ti io on
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με institutionalization από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με institutionalization :
institutionalization -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν institutionalization :
institutionalization -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με institutionalization :
institutionalization