- v.Το πρωτότυπο? (Φύση)? (Δικαιωμάτων) που ανήκουν σε το (ανθρώπινο)? (Έννοια)
- WebΕγγενή? Πρωτότυπο? Τρέχουσα κλαμπ
v. | 1. να είναι ένα φυσικό και αναπόσπαστο μέρος της κάτι |
- The particular qualities, which form a substance, are commonly refer'd to an unknown something, in which they are supposed to inhere.
Πηγή: D. Hume - From what has already been said of the nature of beauty, it will be evident that this quality inheres in any work of art.
Πηγή: H. Read - The significant social power is the power which inheres in the ownership of the means of production.
Πηγή: R. Niebuhr
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: inhering
-
Βασίζεται σε inhering, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
c - enriching
d - richening
g - hindering
s - rehinging
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το inhering, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με inhering, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν inhering ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με inhering
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : in nh h he her hering e er ering r rin ring in g
- Βασίζεται σε inhering, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: in nh he er ri in ng
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με inhering από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με inhering :
inhering -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν inhering :
coinhering inhering -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με inhering :
coinhering inhering