indisposed

Προφορά της λέξης:  US [ˌɪndɪˈspoʊzd] UK [ˌɪndɪˈspəʊzd]
  • adj.Δεν αισθανόταν καλά? Δεν θέλω να (κάνω κάτι)
  • WebΤο άβολα? Δεν ισχύουν? Δεν αισθανόταν καλά
adj.
1.
σε θέση να κάνουμε κάτι λόγω ασθένειας
2.
δεν διατεθειμένοι να κάνουμε κάτι