- adj.Δεν αισθανόταν καλά? Δεν θέλω να (κάνω κάτι)
- WebΤο άβολα? Δεν ισχύουν? Δεν αισθανόταν καλά
adj. | 1. σε θέση να κάνουμε κάτι λόγω ασθένειας2. δεν διατεθειμένοι να κάνουμε κάτι |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: indisposed
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το indisposed, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με indisposed, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν indisposed ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με indisposed
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : in dis dispose disposed is s p pos pose posed os ose s se sed e ed
- Βασίζεται σε indisposed, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: in nd di is sp po os se ed
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με indisposed από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με indisposed :
indisposed -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν indisposed :
indisposed -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με indisposed :
indisposed