incinerator

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈsɪnəˌreɪtər] UK [ɪnˈsɪnəˌreɪtə(r)]
  • n.Αποτεφρωτήρα (απόβλητα)
  • WebΑποτεφρωτήρα? Καύση? Αποτεφρωτές απορριμάτων
n.
1.
Το παράγωγο της αποτεφρώνουν
2.
μια μηχανή που καταστρέφει αποβλήτων ή άλλων υλικών από την καύση