implacable

Προφορά της λέξης:  US [ɪmˈplækəb(ə)l] UK [ɪm'plækəb(ə)l]
  • adj.Δεν μπορεί να αλλάξει? Από συμφιλίωσης. Συγχωρεί
  • WebΑσυμβίβαστα? Αδυσώπητος? Κίνδυνος
adj.
1.
έχοντας ή εκφράζοντας πολύ θυμωμένος ή προσδιορίζονται τα συναισθήματα που δεν θα αλλάξει