immitigable

Προφορά της λέξης:  US [ɪ'mɪtəgəbəl] UK [ɪ'mɪtɪgəbl]
  • adj.Μπορούν να αμβλυνθούν
  • WebImmitigable
adj.
1.
επιδεκτική μετριαστεί, εξασθενημένο, ή μαλακωμένο