hunger

Προφορά της λέξης:  US [ˈhʌŋɡər] UK [ˈhʌŋɡə(r)]
  • n.Πείνα, ο λιμός επιθυμεί πείνας
  • v.Πείνα, πείνα, λόγω πείνας και... (σε από)
  • WebΛαχτάρα επιθυμία της πείνας
n.
1.
η έλλειψη τροφίμων που μπορεί να προκαλέσει ασθένεια ή θάνατο, ιδίως μεταξύ μεγάλου αριθμού ατόμων? το συναίσθημα που έχετε όταν θέλετε να φάτε κάτι
2.
το συναίσθημα που έχετε όταν θέλετε κάτι πολύ
v.
1.
να θέλει κάτι πάρα πολύ
Ευρώπη >> Γερμανία >> Πείνα
Europe >> Germany >> Hunger