homologue

Προφορά της λέξης:  US ['hɒməˌlɒg] UK ['hɒməlɒg]
  • n. Ομόλογό του? "Ζωή" (κύτταρο) ομόλογων χρωμοσωμάτων. Αντίστοιχα όργανα; Το αντίστοιχο
  • WebΟμοειδείς ουσίες? Ομοιόστασης του σώματος? Ομόλογα γονίδια
n.
1.
ένα μέρος ή το όργανο που έχει την ίδια εξελικτική προέλευση, όπως άλλο αλλά διαφέρει σε λειτουργία, π. χ. ένα πουλί ' s πτέρυγα σε σχέση με το πτερύγιο του ένα ψάρι
2.
ένα ομόλογο χημική ένωση