helve

Προφορά της λέξης:  US [hɛlv] UK [helv]
  • n.Λαβές (εργαλεία)
  • v.(ΑΧ) με λαβή
  • WebΗ λαβή; Να δώσει χερούλι? Haft σε
n.
1.
τη λαβή ενός εργαλείου, όπως ένα τσεκούρι, συλλογής, ή το σφυρί
n.
1.
the handle of a tool such as an axe, pick, or hammer