handicapped

Προφορά της λέξης:  US [ˈhændiˌkæpt] UK ['hændi.kæpt]
  • n.Άτομα με αναπηρίες· Διανοητικά ανάπηροι
  • adj.Κάποια σωματική βλάβη? Άτομα με αναπηρίες· Διανοητικά ανάπηροι
  • v.«Μειονέκτημα» για αόριστο και την μετοχή αορίστου
  • WebΆτομα με αναπηρίες· Άτομα με αναπηρίες· Με ειδικές ανάγκες
adj.
1.
κάποιος που είναι άτομα με ειδικές ανάγκες έχει μόνιμη βλάβη, ασθένεια, ή άλλο πρόβλημα που κάνει τους είναι ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν το σώμα τους ή να πειράζει κανονικά. Αυτή η λέξη τώρα θεωρείται προσβλητικό και να είναι πιο ευγενικός που το επισημάνατε ότι κάποιος μαθαίνει με ειδικές ανάγκες, άτομα με προβλήματα όρασης, ακοής, προβλήματα όρασης, ή απλά, άτομα με ειδικές ανάγκες.? Οι άνθρωποι που είναι άτομα με ειδικές ανάγκες. Αυτό τώρα θεωρείται προσβλητικό και είναι πιο ευγενικό να πούμε οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες.
v.
1.
Το παρελθόν τεταμένη και ξεβοτανίζω Χάντικαπ