gunman

Προφορά της λέξης:  US [ˈɡʌnmən] UK ['ɡʌnmən]
  • n.Ο ληστής? ένοπλες δολοφόνοι
  • WebΟ ληστής? ένοπλες κακοποιοί? ληστής
n.
1.
κάποιον που χρησιμοποιεί ένα πυροβόλο όπλο όταν αγωνίζονται ή τη διάπραξη του εγκλήματος