grumpier

Προφορά της λέξης:  US [ˈɡrʌmpi] UK ['ɡrʌmpi]
  • adj.Γκρινιάρης και οξύθυμος
  • WebΠιό οξύθυμη
adj.
1.
δυσαρεστημένοι και δυσαρεστημένοι, συχνά για μη προφανή λόγο