testy

Προφορά της λέξης:  US [ˈtesti] UK ['testi]
  • adj.Ευερέθιστου? χολερικός
  • WebΘερμοκέφαλος? βιαστική? ευερέθιστου
adj.
1.
εύκολα ενοχλημένος και ανυπόμονος