foreigner

Προφορά της λέξης:  US [ˈfɔrənər] UK [ˈfɒrɪnə(r)]
  • n.Ξένος? Τους ξένους? Τους ξένους
  • WebΞένος? Ξένων. Gringo
n.
1.
κάποιον που προέρχεται από άλλη χώρα