- adj.Εμπιστοσύνη? Πίστωσης· Υπόκεινται σε ένα καταπίστευμα
- n.(Ειδικά ιδιοκτησία) από το σύνδικο (ή την εταιρεία)
- WebΟ σύνδικος? Συμφωνητικό Εμπιστευτικότητας? Διαχειριστής
adj. | 1. που αφορούν την ευθύνη για τη φροντίδα των χρημάτων ή περιουσιακών στοιχείων που ανήκει σε κάποιον άλλο |
n. | 1. ένα άτομο ή εταιρεία που είναι υπεύθυνη για τη φροντίδα των χρημάτων ή περιουσιακών στοιχείων που ανήκει σε κάποιον άλλο |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: fiduciary
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το fiduciary, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με fiduciary, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν fiduciary ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με fiduciary
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : f fid id duc duci ci a ar ary r y
- Βασίζεται σε fiduciary, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: fi id du uc ci ia ar ry
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με fiduciary από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με fiduciary :
fiduciary -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν fiduciary :
fiduciary -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με fiduciary :
fiduciary