faddism

Προφορά της λέξης:  US ['fædɪzəm] UK ['fædɪzəm]
  • WebΑκολουθήστε pop; ακολουθήσει μόδας
n.
1.
η ύπαρξη ή η συμμετοχή σε εν συντομία δημοφιλείς μόδες