fas

Προφορά της λέξης:  UK ['ef'ei:'es]
  • abbr."Εμπορικό" και "ελεύθερο παραπλεύρως του πλοίου"
  • n."Εγγραφές Παγίων" μιγαδικών αριθμών
  • WebFAS (ελεύθερο παράλληλα με πλοίο), FAS (συνθάση των λιπαρών οξέων), σύστημα συναγερμών πυρκαγιάς (σύστημα συναγερμών πυρκαγιάς)
abbr.
1.
[Επιχειρήσεις] Ίδιο με ελεύθερο παραπλεύρως του πλοίου
2.
(= Ομοσπονδία Amrican επιστημόνων)
n.
1.
Ο πληθυντικός του fa
abbr.
1.
[ Business] Same as free alongside ship 
2.
(= Federation of Amrican Scientists) 
n.
1.