exudate

Προφορά της λέξης:  US ['eksəˌdeɪt] UK ['eksəˌdeɪt]
  • n.Εξίδρωμα
  • WebΕξίδρωμα? λύματα· εκκρίσεις
n.
1.
μια ουσία όπως ιδρώτα ή κυτταρική απόβλητο που αποπνέει από ένα κύτταρο ή το όργανο