- adj.Τα αναλώσιμα? Αναλώσιμο? Να καταστρέψει
- n.(Στον πόλεμο) Αναλώσιμα
- WebΤο θύμα· Αναλώσιμο? Εξαντλήσιμες
adj. | 1. χρησιμοποιείται για την περιγραφή του κάποιος ή κάτι που είστε πρόθυμοι να απαλλαγούμε από, χάσετε, ή να επιτρέψει να θανατώνονται επειδή δεν είναι πλέον χρήσιμα ή αναγκαία |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: expendable
-
Βασίζεται σε expendable, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - expendables
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το expendable, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με expendable, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν expendable ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με expendable
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : e ex exp expend p pe pen pend e en end dab a ab able b e
- Βασίζεται σε expendable, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: ex xp pe en nd da ab bl le
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με expendable από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με expendable :
expendable -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν expendable :
expendable nonexpendable -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με expendable :
expendable nonexpendable