eristic

Προφορά της λέξης:  US [e'rɪstɪk] UK [e'rɪstɪk]
  • n.Μονομάχος? εγκληματολογίας
  • adj.Διαμάχη
  • WebΕξοργίστηκε? συζήτηση? sorites
adj.
1.
λάτρης της ή χαρακτηρίζεται από επιχείρημα ή διαμάχη
n.
1.
την ικανότητα ή την πρακτική της συζήτηση, ειδικά στον τρόπο που αφορούν λεπτή λογική και εύσχημος επιχείρημα
2.
κάποιος που είναι ειδικός ή απολαύσεις στο επιχείρημα ή διαμάχη