enfeebled

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈfib(ə)ld] UK [ɪnˈfiːb(ə)ld]
  • v.Κάνει αδύναμη? Τόσο αδύναμη? Gravis
  • WebΑδύναμη
adj.
1.
δεν είναι πλέον ισχυρή ή αποτελεσματική
adj.