enervate

Προφορά της λέξης:  UK ['enəveɪt]
  • adj.«Η εξουθένωση»
  • v.Αιτία να αισθάνεται αδύναμη (ή αδυναμία, αδυναμία)
  • WebΚάνει αδύναμη? αποδυνάμωση γρήγορη ανάκαμψη