endorsement

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈdɔrsmənt] UK [ɪnˈdɔː(r)smənt]
  • n.Έχει χορηγηθεί άδεια- Επικυρώσεις? Παραβιάσεις (άδεια οδήγησης)
  • WebΑντίτυπο αριθ. Αντίτυπο αριθ. Ενδείξεων
n.
1.
μια περίπτωση, όταν κάποιος δίνει επίσημης ή δημόσιας στήριξης σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα? μια ευκαιρία όταν κάποιος διάσημος λέει σε μια διαφήμιση ότι τους αρέσει ένα προϊόν