- n. Γαλακτωματοποιητής
- WebΓαλακτωματοποιητής ν· Λειτουργία γαλακτωματοποιητών? Γαλακτωματοποιητής χρωστική ουσία
n. | 1. μια ουσία που προστίθεται σε ένα τρόφιμο ή ποτό να σταματήσει υγρών και στερεών μερών από το διαχωρισμό |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: emulsifiers
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το emulsifiers, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με emulsifiers, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν emulsifiers ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με emulsifiers
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : e em emu m mu ul s si if f fie e er ers r s
- Βασίζεται σε emulsifiers, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: em mu ul ls si if fi ie er rs
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με emulsifiers από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με emulsifiers :
emulsifiers -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν emulsifiers :
emulsifiers -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με emulsifiers :
emulsifiers