empowering

Προφορά της λέξης:  US [emˈpaʊr] UK [ɪmˈpaʊə(r)]
  • v.Χορήγηση της άδειας κυκλοφορίας· Ενεργοποίηση
  • WebΕνδυνάμωση? Ιστοκαλλιέργεια? Εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει
v.
1.
να δώσει πρόσωπα ή οργανισμούς τη νομική εξουσία να κάνει κάτι
2.
να δώσει κάποιος περισσότερες έλεγχο της ζωής τους ή περισσότερη δύναμη για να κάνει κάτι