enable

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈeɪb(ə)l] UK [ɪn'eɪb(ə)l]
  • v.Ενεργοποίηση? ευκαιρίες καθιστά δυνατό να γίνει εφικτό
  • WebΕνεργοποιημένοι, εκκίνησης, να επιτρέψει
v.
1.
να δώσει κάποιος την δυνατότητα ή την ευκαιρία να κάνουμε κάτι
2.
να διαθέσουν ένα υπολογιστή ή κομμάτι του εξοπλισμού για χρήση από τον χρήστη