- n.Εργαζομένων που απασχολούνται? εργαζόμενοι
- WebΠροσωπικό προσωπικό προσωπικό
n. | 1. κάποιον που καταβάλλεται τακτικά να εργαστεί για ένα πρόσωπο ή μια οργάνωση |
-
Αγγλική λέξη employee δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε employee, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - employees
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το employee, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με employee, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν employee ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με employee
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : e em employ employe employee m p ploy lo oy oye y ye e e
- Βασίζεται σε employee, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: em mp pl lo oy ye ee
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με employee από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με employee :
employee -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν employee :
employee -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με employee :
employee