droller

Προφορά της λέξης:  US [droʊl] UK [drəʊl]
  • n.Αστείος άνθρωπος? κωμικό ηθοποιό. ο κλόουν
  • adj.Αστείο
  • v.Απλά αστεία
  • WebΔιασκεδαστικό? περίεργο? Αστείο
adj.
1.
αστείος με έναν ασυνήθιστο τρόπο
adj.